σαβαρίχις

σαβαρίχις
σαβαρίχις
Grammatical information: f.
Meaning: `pudenda muliebria' (Telecl.), -ίχη (H., Phot.), σαμαρίχη (Theognost.); also σάραβος (H., Phot.; with metathesis?).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Familiar diminutive formation in -ιχ-; further unclear. Goping attempt by Grošelj Živa Ant. 2, 215: reinforcing σα- (cf. σαβακός) and the stem in βάρ\<υ\>κα, ἀβαριστάν, ἀβαρύ (s. vv.). Not better Brugmann IF 39, 114ff.: to σα- and βάραθρον. -- If the variation β\/μ is old, the word is Pre-Greek; Furnée 221.
Page in Frisk: 2,669-670

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαβαρίχις — και σαβαρίχη και σαμαρίχη, ἡ, Α το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου, όπως αποδεικνύουν τόσο η ποικιλία τών μορφών όσο και η παρουσία τού επιθήματος ιχ ις] …   Dictionary of Greek

  • σάβυττος — και σαβύττης, ὁ, Ν (κατά τον Ησύχ.) α) «τρόπος κουρᾱς τῆς κόμης» β) «τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η λ. μπορεί πιθ. να συνδεθεί με τους τ. βυττός «γυναικείο αιδοίο» ή σαβαρίχις «γυναικείο αιδοίο» …   Dictionary of Greek

  • σαβαρίχη — και σαμαρίχη, ἡ, Α βλ. σαβαρίχις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”